Τρίτη 9 Μαΐου 2017

Αν μ' αγαπάς κι είν' όνειρο - Φλέρη Νταντωνάκη & Δημήτρης Ψαριανός ένα βίντεο από Thomaida Kotsali









e-lawyer

www.constitutionalism.gr




Ημερίδα Ομίλου στο Καρπενήσι, Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Ημερίδα Επιστημονικού Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» και κοινό σεμινάριο των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών Δημοσίου Δικαίου των Τμημάτων Νομικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης Καρπενήσι, Παρασκευή 5 και Σάββατο 6 Μαΐου 2017   Παρασκευή 5 Μαΐου 2017 Κοινό Μεταπτυχιακό Σεμινάριο, πρόγραμμα   Σάββατο 6 Μαΐου 2017 Ημερίδα «Η κατάσταση της συνταγματικής επιστήμης σήμερα»   Η ημερίδα θα διεξαχθεί στην […]



Η
 πρωτοφανούς έντασης οικονομική κρίση που βιώνει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια μεγάλου ποσοστού του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος της χώρας  πλήττοντας κυρίως τα χαμηλότερα και μεσαία εισοδήματα, προκάλεσε πρωτοφανή έκρηξη ανεργίας, οδήγησε πολλές επιχειρήσεις σε διακοπή λειτουργίας, αποδόμησε  τον κοινωνικό ιστό και τραυμάτισε βαθύτατα το πολιτικό σύστημα.
Πολύ σύντομα μετά το ξεκίνημα της κρίσης, εκδηλώθηκαν μαζικές κινητοποιήσεις χωρίς ιδεολογικό ή κομματικό χρωματισμό, με κοινό ωστόσο σημείο αναφοράς την αμφισβήτηση αυτής της ίδιας της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία που θεμελιώθηκε με το Σύνταγμα του 1975 η οποία μέχρι την έναρξη της οικονομικής κρίσης χαρακτήριζε τη μετάβαση της χώρας από το καθεστώς της δικτατορίας σε ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα αντάξιο μιας ευρωπαϊκής χώρας, απέκτησε ξαφνικά αρνητικό πρόσημο, ενοχοποιήθηκε για την οικονομική κρίση,  χαρακτηρίστηκε ως «φαυλότητα» και απονομιμοποιήθηκε στη σκέψη μιας μεγάλης μερίδας πολιτών.
Είδαμε τη μεταστροφή μιας δημοκρατικής, εξωστρεφούς, κοσμοπολίτικης με ευρωπαϊκό προσανατολισμό χώρας, σε μια κοινωνία που αμφισβητεί την ευρωπαϊκή προοπτική της, συνωμοσιολογεί, αρθρώνει ρατσιστικό και ξενοφοβικό λόγο, ανέχεται και επικροτεί ύβρεις και βιαιότητες κατά εκπροσώπων του πολιτικού της κόσμου. 
Με τη χαρακτηριστική φράση «Η χούντα δεν τελείωσε το ‘74» Έλληνες πολίτες, αμφισβήτησαν σαράντα χρόνια πραγματικού και στέρεου δημοκρατικού βίου.
 Αναζητώντας διέξοδο στην πολιτική κρίση, σε μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, διατυπώθηκαν αναθεωρητικές του Συντάγματος προτάσεις, τόσο από τους κομματικούς χώρους, όσο και από την επιστημονική κοινότητα.
Μεταξύ των προτάσεων αυτών διατυπώθηκε για πρώτη ίσως φορά, η άποψη οτι ένας περιορισμός, απόλυτος ή σχετικός στη θητεία των βουλευτών, μπορεί να συμβάλλει στην αποκατάσταση της τρωθείσας αξιοπιστίας του κοινοβουλευτικού μας συστήματος.
Υπέρ ενός απόλυτου περιορισμού στη θητεία των μελών του κοινοβουλίου, τίθεται ο ΣΥΡΙΖΑ με τη διατύπωση πρότασης από τους  Κατρούγκαλο,  Βερναρδάκη, Δημητρόπουλο,  Ζώρα,  Νικολόπουλο και Χρυσόγονο.
Η πρόταση  μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει πρόβλεψη για μέγιστο αριθμό δύο θητειών ή οκτώ συνολικά ετών βουλευτικής θητείας, ως πρωθυπουργός δε,  να ορίζεται σύμφωνα με την πρόταση αυτή αποκλειστικά αιρετός δηλαδή εν ενεργεία βουλευτής.
          Κρίσιμο κατά την άποψη Χρυσόγονου, είναι ο περιορισμός να μην αίρεται με κανένα τρόπο και να εκτείνεται σε κάθε εκλογική περιφέρεια της χώρας.
Οι αναθεωρητικές προτάσεις των άλλων πολιτικών φορέων  καθώς και των συντακτών της πρότασης για ένα καινοτόμο νέο Σύνταγμα ( Γεραπετρίτης, Μάνος, Αλιβιζάτος, Βουρλούμης, Κτιστάκης και Σπυρόπουλος), προκρίνουν ως επαρκή λύση για την κρίση του πολιτικού συστήματος, την εισαγωγή απόλυτου ασυμβίβαστου μεταξύ της ιδιότητας του βουλευτή, και αυτής το κυβερνητικού μέλους. 
Μια μετριοπαθέστερη ως προς την ένταση του περιορισμού πρόταση,  κινείται  στην ίδια κατεύθυνση  ως προς τα αίτια που προκαλούν τον περιορισμό και τις ανάγκες που καλείται αυτός να θεραπεύσει.  Διαφοροποιείται ωστόσο ως προς τη διάρκεια του περιορισμού προτείνοντας την απαγόρευση των συνεχόμενων θητειών, θέτοντας δηλαδή ως περιορισμό την απαγόρευση επανεκλογής σε θέση βουλευτή, μετά τη συμπλήρωση π.χ. δύο ή τριών συνεχόμενων θητειών και τη δυνατότητα επανεκλογής μετά την παρόδο κάποιου χρονικού διαστήματος.  Η πρόταση αυτή έχει εκφραστεί από την καθηγήτρια Ιφιγένεια Καμτσίδου.
Καθώς ο προτεινόμενος περιορισμός του δικαιώματος του «εκλέγεσθαι», είτε ως απόλυτος είτε ως  σχετικός, εισάγει περιορισμό σε θεμελιώδες πολιτικό δικαίωμα  περιστέλλοντας το δικαίωμα των πολιτών να εκλεγούν ή να εκλέξουν στο κοινοβούλιο τα πρόσωπα της προτίμησης τους, η συνταγματική  πρόβλεψη παρίσταται αναγκαία. 
Η μηχανική του Συντάγματος, επιβάλλει στο σημείο αυτό  να υπάρξει πρόβλεψη για την επέκταση ή τον αποκλεισμό του περιορισμού και στο πρόσωπο του αρχηγού του πλειοψηφούντος κόμματος.  Αν  ο περιορισμός της θητείας καταλαμβάνει και τον αρχηγό του κόμματος, θα οδηγηθούμε σε κόμματα αρχών και όχι προσώπων, αφού τα κόμματα θα πάψουν να λειτουργούν ως φέουδα. Αυτό άλλωστε είναι ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ του περιορισμού.
Στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού μας συστήματος αυτονόητος είναι ο διορισμός ως πρωθυπουργού, του εκλεγμένου απευθείας από το λαό, αρχηγού της πλειοψηφίας.   Είναι προφανές οτι η επέκταση του περιορισμού στο πρόσωπο του αρχηγού  του κόμματος θα οδηγήσει υποχρεωτικά σε συχνή μεταβολή των προσώπων που ηγούνται μιας πολιτικής παράταξης, αν δεχθούμε τον παραπάνω όρο ως συνταγματική επιταγή.
Στη διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση κατά την οποία η ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβέρνησης, δίνεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο πρόσωπο που θα υποδείξει η κοινοβουλευτική ομάδα της  πλειοψηφίας, ο περιορισμός της θητείας δεν φαίνεται να επηρεάζει το πρόσωπο του αρχηγού του κόμματος.
Η βιαιότητα της κρίσης, ανέδειξε μεταξύ άλλων, τα χρόνια προβλήματα του ελληνικού πολιτικού συστήματος κυρίως δε, των κομμάτων  που κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης εναλλάσσονταν στην εξουσία.
Οι παθογένειες  αυτές, γνωστές από το παρελθόν, σχετίζονται με φαινόμενα διαφθοράς κρατικών και πολιτικών οργάνων, διαπλεκόμενων οικονομικών και κομματικών συμφερόντων, κακοδιαχείρισης, ανάπτυξης πελατειακών σχέσεων, αναξιοκρατίας, χειραγώγησης της κοινής γνώμης από τα Μ.Μ.Ε. κ.α.
Το πλέον χαρακτηριστικό  πεδίο  ανάπτυξης των φαινομένων αυτών υπήρξε από συστάσεως του ελληνικού κράτους, η Δημόσια Διοίκηση.   Ο «διορισμός στο Δημόσιο» υπήρξε το κυρίαρχο αντάλλαγμα για την «αλίευση» ψήφων σε μια αμφίδρομη σχέση ανήθικης και ανέντιμης συναλλαγής μεταξύ υποψήφιου ή εκλεγμένου βουλευτή και ψηφοφόρου.
Είναι αδιαμφισβήτητος ο βαθμός εξάρτησης της Δημόσιας Διοίκησης από τα μέλη του  Κοινοβουλίου, κυρίως από την κυβερνητική πλειοψηφία και με δεδομένη την επικυριαρχία των κομματικών μηχανισμών στα  όργανα της νομοθετικής εξουσίας, δεν είναι τυχαίος ο απαξιωτικός χαρακτηρισμός «κομματοκρατία» .
Η μεταπολιτευτική Ελλάδα στα σαράντα και πλέον χρόνια της ομαλής δημοκρατικής πορείας της, δεν κατόρθωσε να οργανώσει μια Δημόσια Διοίκηση στελεχωμένη αξιοκρατικά, ευέλικτη και ευπροσάρμοστη στις νέες τεχνολογίες, με εξειδικευμένο προσωπικό, ευκρινή καθήκοντα και στόχους, επιστημονικές μεθόδους αξιολόγησης του υπηρετούντος προσωπικού. 
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας είναι η ύπαρξη «πολιτικών δυναστειών» η οικογενειοκρατία όπως συνήθως λέγεται. 
Η οικογενειοκρατία και η επαγγελματοποίηση της πολιτικής σε συνδυασμό με τα βουλευτικά προνόμια, αφενός συντηρούν το πελατειακό κράτος και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα, αφετέρου αποστερούν από τους λιγότερο ή καθόλου προβεβλημένους πολίτες, τη δυνατότητα να διεκδικήσουν επί ίσοις όροις την εκλογή τους σε βουλευτικό αξίωμα.   
Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κ. Χρυσόγονος[1] «Οι επαγγελματίες πολιτικοί έχουν αρχίσει εδώ και χρόνια να αποτελούν κάτι που μοιάζει με ιδιαίτερη κοινωνική τάξη και αρκετοί από αυτούς φαίνονται να διαμορφώνουν μια αντίστοιχη ταξική συνείδηση.  Η τάξη αυτή εμφανίζει ημιφεουδαρχικά χαρακτηριστικά...τα μέλη της στην πλειονότητα τους συμπεριφέρονται σαν ιδιοκτήτες της εξουσίας (και του δημόσιου χρήματος)...».
Το φαινόμενο της χειραγώγησης του κοινοβουλίου και της κυβέρνησης από τους ισχυρούς κομματικούς μηχανισμούς και η έλλειψη κανόνων εσωκομματικής δημοκρατίας, δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την έκφραση της «κατά συνείδηση» ψήφου του βουλευτή.
Η εκλογική του επιτυχία στο μέλλον και γενικότερα η πολιτική του σταδιοδρομία, εξαρτώνται από το πρόσωπο που ηγείται του κόμματος,  από τους κομματικούς μηχανισμούς  επιρροής, καθώς και από  lobbies εκτός του κόμματος που διεκδικούν μέσω της απόκτησης εξουσίας, οφέλη οικονομικά, πολιτικά, κ.α.
Το σημαντικότερο επιχείρημα εναντίον μιας τέτοιας αναθεωρητικής πρότασης είναι ασφαλώς ο δραστικός περιορισμός του θεμελιώδους πολιτικού δικαιώματος του «εκλέγεσθαι».  Συναφή είναι και τα επιχειρήματα που συναρτώνται  με την προσφορότητα του περιορισμού για την αντιμετώπιση των  παθογενειών που αναφέρθηκαν ήδη. 
Τα φαινόμενα δυσλειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης ο κοινός νομοθέτης είναι ικανός και επαρκής να τα αντιμετωπίσει. Το απέδειξε άλλωστε κατά το πρόσφατο παρελθόν, καθιερώνοντας αδιάβλητες και αξιοκρατικές διαδικασίες (π.χ. Ν. 2190/94) στους διορισμούς στο δημόσιο τομέα. 
Υπό το πρίσμα αυτό, ο δραστικός περιορισμός του  δικαιώματος του «εκλέγεσθαι»  προβάλλει ίσως ανεπιεικής, δεδομένου οτι ηπιότερα νομοθετικά μέτρα θα μπορούσαν να επιφέρουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Στο επίπεδο της  κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης καθώς απαιτείται άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση των κυβερνητικών και νομοθετικών αναγκών, προβάλλεται ως αντεπιχείρημα στον περιορισμό της θητείας, η απειρία των νεοεισερχόμενων στον πολιτικό στίβο βουλευτών.  
Πράγματι, η αντιμετώπιση των παθογενειών της Δημόσιας Διοίκησης είναι εφικτή μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων που θα τη θωρακίσουν έναντι επιρροών και παρεμβάσεων, τόσο εκ μέρους της εξουσίας, όσο και των ιδιωτικών συμφερόντων. 
Τα φαινόμενα διαφθοράς άλλωστε, μπορούν αποτελεσματικά να αντιμετωπιστούν με την εδραίωση διάφανων και αμερόληπτων διαδικασιών ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης όλων των οργάνων που ασκούν έργο πρόσφορο στην ανάπτυξη τέτοιων φαινομένων. 
Αυστηρός έλεγχος απαιτείται επίσης και στις δαπάνες τόσο των υποψηφίων βουλευτών όσο και των κομματικών σχηματισμών ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ανεξαρτησία των εκλεκτών του λαού από οικονομικά συμφέροντα.
Η ανάγκη επιλογής «αρίστων» μεταξύ των υποψηφίων δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στο επίπεδο των επιστημονικών προσόντων και της «πολιτικής εμπειρίας».  Αυτή άλλωστε είναι μια άποψη που αντιστρατεύεται αυτή την ίδια τη δημοκρατική αρχή.  Ένα ώριμο εκλογικό σώμα είναι ικανό να επιλέξει μεταξύ αυτών που πληρούν κριτήρια ικανότητας, ηθικής και πνευματικής αρτιότητας,  και διάθεσης ανυστερόβουλης προσφοράς. 
Άλλωστε οι άπειροι καθίστανται σύντομα έμπειροι,  αποτελεσματικοί δε, μπορούν να είναι άμεσα εφόσον επικουρούνται από ικανούς επιστήμονες και τεχνοκράτες
Η επαγγελματοποίηση όμως της πολιτικής ζωής, είναι ένας παράγοντας που εκτός από τη διασύνδεση του με τα φαινόμενα που ήδη αναφέραμε, λειτουργεί ως επιχείρημα για τους πολέμιους της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.  Και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε:
Στο πνεύμα αυτό, και με γνώμονα την ανάγκη προστασίας της δημοκρατικής αρχής όπως αυτή εκφράζεται στο πολίτευμα μας, ο περιορισμός του παθητικού εκλογικού δικαιώματος όπως προτείνεται στην απόλυτη ή σχετική μορφή του, προβάλλει λυσιτελής.
Με την ευχή η αναθεωρητική αυτή πρόταση αν τελικώς υλοποιηθεί, να συντελέσει στην ουσιαστική μεταρρύθμιση του πολιτικού μας συστήματος και να μην περιοριστεί σε μια επιλογή εντυπωσιασμού θα κλείσουμε  με  ένα απόσπασμα από σχετικό άρθρο της Ιφιγένειας Καμτσίδου.[2]
  «... Φαίνεται, λοιπόν, στο Σύνταγμα να ανατίθεται όχι μόνο η οργάνωση της κρατικής εξουσίας, αλλά και η αποκατάσταση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος. Πρόκειται για μια δύσκολη αποστολή, καθώς οι συνταγματικοί κανόνες επηρεάζουν μεν τις πολιτικές συμπεριφορές και στάσεις, ωστόσο δεν επαρκούν για να αλλάξουν πρακτικές δεκαετιών...».











[1]   Κ. Χρυσόγονου «Σχεδίασμα εκδημοκρατισμού. Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση»
[2] Ιφιγένεια Καμτσίδου  «Η καθιέρωση ανώτατου ορίου συνολικής βουλευτικής θητείας και η ενίσχυση της δημοκρατικής αρχής. Σκέψεις για την αναθεώρηση του άρθρου 56 Συντ., σε ΕΔΔΔ Σεπτ. 2013»

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

"Αντικειμενική" ενημέρωση ή πως η ναζιστική προπαγάνδα δηλητηριάζει ύπουλα

 Για το δελτίο "ειδήσεων" του ΑΝΤ1, τα επεισόδια στο σχολείο στο Ωραιόκαστρο, είναι μεταξύ μελών αντιρατσιστικών οργανώσεων και "γονέων - κατοίκων" της περιοχής που αντιδρούν...! 

Η ρεπόρτερ και η εκφωνήτρια δεν είδαν και δεν άκουσαν τους αγριεμένους νεοναζί να αλυσοδένονται στα κάγκελα του σχολείου (για "δέσιμο" είναι αλλά σε άλλο χώρο), και να εκφοβίζουν παιδιά ταλαιπωρημένα και φοβισμένα ήδη από τον πόλεμο. 

Κι ύστερα αναρωτιώμαστε που βρέθηκαν τόσοι ναζιστές και ακόμη περισσότεροι υποστηρικτές τους.